- φιλιππινέζικος
- -η, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Φιλιππίνες ή τους Φιλιππινέζους, που είναι των Φιλιππίνων, που προέρχεται από αυτές: Φιλιππινέζικη τοπική ενδυμασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.